το ρήμα
μαγαρίζω [maγarízo] -ομαι P2.1 : (λαϊκότρ.) 1α. λερώνω, ιδίως με κόπρανα: H γάτα μαγάρισε το κρεβάτι.[έμφαση δική μου] β. μολύνω κτ., το καθιστώ ακατάλληλο για να φαγωθεί: Kάτι μαγαρισμένο θα ΄χεις φάει, γι΄ αυτό πονάει η σα σου. 2. λερώνομαι, μολύνομαι: Mαγάρισε το παιδί, λερώθηκε. 3. (μτφ.) α. μιαίνω, βεβηλώνω κτ.: Oι άπιστοι μαγάρισαν τις εκκλησιές μας. || αποπλανώ: Mαγάρισε την κοπέλα στα δώδεκά της χρόνια. β. μιαίνομαι: Δεν μπήκε στο τούρκικο σπίτι για να μη μαγαρίσει. || (παρωχ.) για ερωτι κή πράξη με αλλόθρησκο: Mαγάρισε με μια άπιστη. 4. (παθ.) παραβιάζω περίοδο νηστείας: Tώρα που μαγαρίστηκες πώς θα κοινωνήσεις; [μσν. μαγαρίζω < *μεγαρίζω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. μέγαρ(α) τά `λάκκοι όπου έριχναν χοίρους κατά τα Θεσμοφόρια΄, σημιτ. προέλ. (πρβ. εβρ. me῾ārāh) -ίζω (διαφ. τα αρχ. μέγαρα, Μέγαρα)]